ἰσογώνια

ἰσογώνια
ἰσογώνιος
equiangular
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ισογώνιος — α, ο (Α ἰσογώνιος, ον) αυτός που έχει ίσες τις γωνίες («ισογώνιο τρίγωνο») νεοελλ. φρ. «ισογώνια γραμμή ή καμπύλη» καμπύλη που σε μετεωρολογικό χάρτη ενώνει τόπους που παρουσιάζουν την ίδια μαγνητική απόκλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + γώνιος (< …   Dictionary of Greek

  • σπειροειδής — Στα μαθηματικά, κατηγορία καμπυλών του επίπεδου, γνωστότερες από τις οποίες είναι: η σπειροειδής του Αρχιμήδη (και «έλικα του Αρχιμήδη»)· η εξίσωση της σε πολικές συντεταγμένες είναι: ρ = αθ, όπου α ο πραγματικός αριθμός. Η καμπύλη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • ισογώνιος — α, ο 1. αυτός που έχει ίσες γωνίες: Τα ισόπλευρα τρίγωνα είναι και ισογώνια. 2. «ισογώνιες γραμμές», αυτές που ενώνουν τόπους οι οποίοι παρουσιάζουν την ίδια μαγνητική απόκλιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”